ζωτικός

ζωτικός
η , ό[ν]
1) жизнеспособный, жизнестойкий, живучий; 2) жизнедеятельный, энергичный, активный; 3) животворный; 4) жизненный, жизненно важный;

ζωτικό ζήτημα — жизненный, коренной вопрос;

ζωτικά συμφέροντα — жизненные интересы;

ζωτικός χώρος — жизненное пространство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζωτικός" в других словарях:

  • ζωτικός — fit for giving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …   Dictionary of Greek

  • ζωτικός — ή, ό 1. δραστήριος, ενεργητικός: Ζωτικός άνθρωπος. 2. σπουδαίος: Συμφέροντα ζωτικής σημασίας. – Ζωτικές ανάγκες. 3. ζωογονητικός: Ζωτικές τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζωτικός Παρασπόνδυλος — (15ος αι.). Ποιητής. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ποιήματα 645 ανομοιοκατάληκτων στίχων για τη νίκη του σουλτάνου Μουράτ Β’ κατά των Ούγγρων και Πολωνών (1444). Η ποίησή του παρουσιάζει μόνο γραμματολογικό ενδιαφέρον …   Dictionary of Greek

  • ζωτικά — ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc pl ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc/acc dual ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτερον — ζωτικός fit for giving adverbial comp ζωτικός fit for giving masc acc comp sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικῶν — ζωτικός fit for giving fem gen pl ζωτικός fit for giving masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικόν — ζωτικός fit for giving masc acc sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατα — ζωτικός fit for giving adverbial superl ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατον — ζωτικός fit for giving masc acc superl sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικαῖς — ζωτικός fit for giving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»